- καίω
- και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω)1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα»)2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος»)3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν την τουρκική αρμάδα»)4. καυτηριάζω5. με ισχυρή εξωτερική επενέργεια καταστρέφω τα συστατικά ενός πράγματος, νεκρώνω, απονεκρώνω («η παγωνιά έκαψε τα λιόδεντρα»)6. προκαλώ σφοδρό πάθος7. έχω πυρετό («καίω ολόκληρος»)νεοελλ.1. ζεματίζω2. προξενώ φλεγμονή3. φλέγομαι, φλογίζομαι, είμαι διάπυρος4. καταδικάζω («τούς έκαψε η μοίρα τους»)5. είμαι εκτεθειμένος σε κίνδυνο, βρίσκομαι σε επισφαλή θέση (α. «αν τό μάθει ο πατέρας μου κάηκα» β. «αν δεν επιστρέψω το δάνειο είμαι καμένος»)7. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κα(η)μένος, -η, -οα) ταλαιπωρημένος, κακοπαθημένοςβ) (σε εκφράσεις θωπείας) συμπαθητικός («το καημένο το γατάκι»)8. παθ. μτφ. (για τυχερά παιγνίδια) καίγομαια) χάνω το παιχνίδι, δεν κερδίζω («τράβηξα μεγάλο χαρτί και κάηκα»)β) (για ηλεκτρ. συσκευή) παθαίνω βραχυκύκλωμα («το πλυντήριο κάηκε»)9. φρ. α) «καίγεται η καρδιά μου» — θλίβομαι, λυπάμαιβ) «καρφί ή καρφάκι δεν μου καίγεται» — δεν ενδιαφέρομαι καθόλουγ) «μ' έκαψες που να σέ κάψει ο θεός» — για κατάρα10. παροιμ. «καίει και δεν καπνίζει» — για δόλιο και ύπουλο άνθρωπο(νεοελλ.-μσν.)1. μέσ. καίγομαιλυπάμαι υπερβολικά, έχω βαθύτατη θλίψη2. (μτχ. παρακμ.) καημένος, -η, -ο(ν)ταλαίπωρος αξιολύπητοςμσν.1. μέσ. εξαφανίζομαι2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κα(η)μένος, -η, -ονα) κατεστραμμένος, β) ερεθισμένος(μσν.-αρχ.)λειώνω, τήκομαιαρχ.1. ψήνω πήλινα σκεύω σε καμίνι2. παθ. καίομαιυποφέρω από φλόγωση, παθαίνω φλεγμονή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη αφ' ενός μεν τών τύπων καίω (< *καF-υω), καῦμα, καῦσος κ.λπ. αφ' ετέρου δε τού αορ. ἔκηα (< ἔ-κηF-α) καθώς και τών κηώδης «αρωματικός» από το αρωματικό ξύλο που έκαιαν (< *κηF-ώδης), κηύα «θυσιαζόμενα ζώα που καίονται», οδηγεί στην αναγωγή τών τ. τής δεύτερης ομάδας < *κηF- σε απαθή βαθμίδα ΙΕ ρίζας *qēu- «ανάβω, καίω», στής οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα (* qәu-) ανάγονται οι τ. τής πρώτης ομάδας < *καF-. Οι μόνοι τ. που πιθ. συνδέονται με τους ελληνικούς είναι το λεττον. kũλα «ξερό χορτάρι» και τα λιθουαν. kũles «καλαμιά τών δημητριακών» και kũleti «καίομαι», οι οποίοι ανάγονται πιθ. στη μηδενισμένη βαθμίδα *qu- τής ΙΕ ρίζας.ΠΑΡ. καύμα, καύσις, καύσος, καυ-(σ)τήρ, καυ(σ)τός, καύσωναρχ.καυθμός, καυμός, καύστης, καύστις, καύστρανεοελλ.καύτρα.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) διακαίω, εγκαίω, εκκαίω, υπεκκαίω, υποκαίωαρχ.αντεκκαίω, επικαίω, επικατακαίω, παρακαίω, προδιακαίω, προεκκαίω προκαίω, προκατακαίω, προσανακαίω, προσεκκαίω, προσεπιδιακαίω, συνδιακαίω, συνεγκαίω, συνεκκαίω, συνεπικαίω, υπερκαίωνεοελλ.αποκαίω, κατακαίω, κουφοκαίω, κρυφοκαίω, μισοκαίω, σιγοκαίω, φωτοκαίω].
Dictionary of Greek. 2013.